εύλογχος

εύλογχος
εὔλογχος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή φέρνει καλή τύχη, τυχερός, ευνοϊκός, γουρλίδικος («Δημόκριτος εὐχόμενος εὐλόγχων εἰδώλων τυγχάνειν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λόγχη «μοίρα» (< λαγχάνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐλόγχων — εὔλογχος fortunate masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλογχώ — εὐλογχῶ, έω (Α) [εύλογχος] είμαι τυχερός, έχω ή φέρνω καλή τύχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”